-
1 βραχώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχώδης
-
2 βράγχος
Grammatical information: m.Meaning: `hoarseness, angina' (Hp.),Other forms: also βάραγχος (Hippon.), βράγχη f. (Xenocr.) `id.' and βραγχία ἡ περιτράχηλος ἀλγηδών H.Derivatives: βραγχαλέος `hoarse' (Hp.), βραγχός `id.' (AP). - βραγχάω, βραγχιάω `have a sore throat' (Arist.); βραγχιάζοισθε πνίγοισθε H. - Separate βράγχια pl. `gills of fishes, bronchial tubes', also βαράγχια, βαράχνια (Hdn.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The resemblance with βρόγχος `windpipe' may have caused the transition of the meaning of βράγχια. Fur. 128 connects βραχώδης τραχύς H. and βρακίας τραχεῖς τόπους H. (and βαρακινῃ̃σιν ἀκάνθαις. σκόλοψι H.); this gives βρακ-\/ βραχ-\/ βραγχ-, variations that are typical Pre-Gr. The aorist βραχεῖν `rattle, clash' (Johansson KZ 36, 345f.) may also be connected: produce a raw sound. The secondary vowel of βάραγχος (Schwyzer 278, 831) is phonetically easy, but also frequent in Pre-Gr. words (Fur. 378-385). - Outside Greek one adduces OIr. brong(a)ide `hoarse' (Fick 2, 186). -Page in Frisk: 1,262Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βράγχος
См. также в других словарях:
στυφλάριος — α, ον, Α τραχύς, βραχώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύφλος «τραχύς, βραχώδης» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek
παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… … Dictionary of Greek
τραχεινός — ή, όν, ΜΑ (για τόπο) βραχώδης, ανώμαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιθ. τραχύς, κατά τα επιθ. σε εινός (πρβλ. ορ εινός)] … Dictionary of Greek
τραχών — ῶνος, ὁ, Α τραχύ, ανώμαλο έδαφος, βραχώδης και ξερός τόπος («ορεινοὺς τραχῶνας», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. κοιτ ών), από όπου το τοπωνύμιο Τράχων] … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek